lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θολός στα πορτογαλικά

Λέξη:
θολός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
abstracto, abstruso, brumoso, confuso, escuro, inarticulado, indefinido, indeterminado, indistinto, informe, vago
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά θολός, θολόσ συνώνυμα, θολός σερρών, θολός μεταφραση, θολός κερατοειδής, θολός βυθός, θολός στα πορτογαλικά, abstracto στα ελληνικά
θολός στα πορτογαλικά