lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα αγγλικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (11):
cherish, entertain, feed, foment, fuel, harbour, nourish, nurture, stoke, subsist, suckle
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα αγγλικά, cherish στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα αγγλικά