lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάσπη στα πορτογαλικά

Λέξη:
λάσπη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acética, barro, brejo, ciganada, impureza, lama, ligamos, limo, lodaçal, lodo, mula, pecinha, pântano, sociedade
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λάσπη, λάσπη όνειρο, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στην χολή, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη στη χολή και διατροφή, λάσπη στα πορτογαλικά, acética στα ελληνικά
λάσπη στα πορτογαλικά