lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουβαλώ στα τσεχική

Λέξη:
κουβαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
dopravit, dopravovat, kutálet, odvézt, otáčet, pojíždět, přepravovat, unést, vozit, vézt
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κουβαλώ, ονειροκριτης κουβαλαω, κουβαλώ συνώνυμα, κουβαλώ στα τσεχική, dopravit στα ελληνικά
κουβαλώ στα τσεχική