lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγεθύνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μεγεθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
acrescentar, adicionar, ampliar, amplificar, aumentar, engrandecer, intensificar, multiplicar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μεγεθύνω, μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθυνω ή μεγενθυνω, μεγεθύνω στα πορτογαλικά, acrescentar στα ελληνικά
μεγεθύνω στα πορτογαλικά