lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγεθύνω στα τσεχική

Λέξη:
μεγεθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (30):
dorůstat, množit, narůst, narůstat, obeplout, povznést, přehánět, přibýt, přibývat, rozbalit, rozmnožit, roztáhnout, rozvinout, rozvádět, rozvést, rozvíjet, rozšiřovat, rozšířit, růst, stoupat, stupňovat, vzrůstat, zostřit, zvelebit, zveličit, zveličovat, zvyšovat, zvýšit, zvětšit, zvětšovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μεγεθύνω, μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθυνω ή μεγενθυνω, μεγεθύνω στα τσεχική, dorůstat στα ελληνικά
μεγεθύνω στα τσεχική