lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μικρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
μικρός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
pequeno, rapaz, pouco, insignificante, penudo, jovem, menino, novo, verde
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μικρός, μικρός το δέμας, μικρός τιτανικός, μικρός πρίγκιπας, μικρός πρίγκηπας πάτρα, μικρός νικόλας, μικρός στα πορτογαλικά, pequeno στα ελληνικά
μικρός στα πορτογαλικά