lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ομαλός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ομαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
afinado, certo, continuo, correcto, cíclico, justificado, natural, normal, periódico, regulamentar, regular
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ομαλός, ομαλός πίνακας, ομαλός λειχήνας του στόματος, ομαλός λειχήνας πέους, ομαλός λειχήνας θεραπεία, ομαλός λειχήνας δέρματος, ομαλός στα πορτογαλικά, afinado στα ελληνικά
ομαλός στα πορτογαλικά