lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορκίζομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
ορκίζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
amaldiçoar, blasfemar, jurar, maldizer, abominar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ορκίζομαι, ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι στο ιερό ευαγγέλιο να πω στο δικαστήριο, ορκίζομαι στα αγγλικά, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ορκίζομαι στα πορτογαλικά, amaldiçoar στα ελληνικά
ορκίζομαι στα πορτογαλικά