lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιάνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
πιάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
aferrar, agarrar, apanhar, aparar, apertar, apresar, aprisionar, atrasar, capturar, coser, embargar, manter, pegar, pescar, prender, rebentar, segurar, tomar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πιάνω, πιάνω χρυσάφι και γινεται χωμα, πιάνω χρυσάφι και γίνεται χώμα lyrics, πιάνω φωτιά στίχοι, πιάνω φωτιά, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα, πιάνω στα πορτογαλικά, aferrar στα ελληνικά
πιάνω στα πορτογαλικά