lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιάνω στα ουκρανικά

Λέξη:
πιάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
вхопити, зарубка, затискати, затискувати, затиснути, захопити, захоплювати, ловити, оволодіти, плутанина, підкупити, піймати, спіймайте, спіймати, стискати, стискувати, схопити, схопіть, хапати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πιάνω, πιάνω χρυσάφι και γινεται χωμα, πιάνω χρυσάφι και γίνεται χώμα lyrics, πιάνω φωτιά στίχοι, πιάνω φωτιά, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα, πιάνω στα ουκρανικά, вхопити στα ελληνικά
πιάνω στα ουκρανικά