lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρικλίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
τρικλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
abalar, abanar, bambolear, sacudir, titubear, vacilar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τρικλίζω, τρικλίζω στα πορτογαλικά, abalar στα ελληνικά
τρικλίζω στα πορτογαλικά