lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρικλίζω στα τσεχική

Λέξη:
τρικλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
balancovat, fluktuovat, houpat, klopýtnout, klátit, kmitat, kolébat, kolísat, kývat, natřásat, natřást, oklepat, otřepat, otřást, plápolat, třepat, třást, vrávorat, vytřepat, váhat, zakolísat, zalomcovat, zaváhat, škobrtat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τρικλίζω, τρικλίζω στα τσεχική, balancovat στα ελληνικά
τρικλίζω στα τσεχική