lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροποποιώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
τροποποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
alterar, alterares, alternar, bonificar, cambiar, consertar, corrigir, emendar, melhorar, modificar, mudar, oscilar, pejorar, rectificar, reformar, reparar, transformar, trocar, variar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τροποποιώ, τροποποιώ συνώνυμα, τροποποιώ στα αγγλικα, τροποποιώ english, τροποποιώ στα πορτογαλικά, alterar στα ελληνικά
τροποποιώ στα πορτογαλικά