lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροποποιώ στα πολωνική

Λέξη:
τροποποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
modyfikować, poprawiać, ulepszać, usprawniać, usprawnić, zmieniać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική τροποποιώ, τροποποιώ συνώνυμα, τροποποιώ στα αγγλικα, τροποποιώ english, τροποποιώ στα πολωνική, modyfikować στα ελληνικά
τροποποιώ στα πολωνική