lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροποποιώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
τροποποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
мадыфікаваць, паляпшаць, відазмяняць, зменьваць, мяняць, перайначваць, пераменьваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τροποποιώ, τροποποιώ συνώνυμα, τροποποιώ στα αγγλικα, τροποποιώ english, τροποποιώ στα λευκορωσίας, мадыфікаваць στα ελληνικά
τροποποιώ στα λευκορωσίας