lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χορεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
χορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
bailar, dançar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χορεύω, χορεύω χορεύω ότι προβλήματα έχω στην άκρη τ' αφήνω, χορεύω χορεύω, χορεύω τρανς, χορεύω στο ταψί, χορεύω σε πίστες, χορεύω στα πορτογαλικά, bailar στα ελληνικά
χορεύω στα πορτογαλικά