lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρεξη στα πορτογαλικά

Λέξη:
όρεξη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
apetite, desejo, desfasado, gana, avidez
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά όρεξη, όρεξη συνώνυμα, όρεξη στην εγκυμοσύνη, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις αχαρναι, όρεξη να χεις ασπροπυργος, όρεξη στα πορτογαλικά, apetite στα ελληνικά
όρεξη στα πορτογαλικά