lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όψη στα πορτογαλικά

Λέξη:
όψη (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
aparência, ar, aspecto, cara, espectáculo, estampa, exterioridade, forma, físico, gesto, melodia, modalidade, olhadela, parecer, perspectiva, porte, semblante, vento, vista, visão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά όψη, όψη χιαστί, όψη φλοιού πορτοκαλιού, όψη του πλούτου, όψη ρητίνης, όψη πορσελάνης, όψη στα πορτογαλικά, aparência στα ελληνικά
όψη στα πορτογαλικά