lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θηλυκός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cow, female, feminine, womanish, womanly
θηλυκός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
samice, samička, žena, ženský, ženština
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feminin, frau, fraulich, weibchen, weiblich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
feminin, hun
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
femenil, femenino, hembra
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couvent, femelle, femme, féminin, multipare
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
femmina, femminile, femminino
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feminin, hunkjønn, hunn, kvinnelig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
женский, женствен, женственны, женственный, самка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
feminin, hona, hunn, kvinnlig
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
femër, grua
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
женски
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
жаноцкі, жаночы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
naiselik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
naaras, naisellinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žena, ženka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
asszonyos, horony, női, nőies, nőstény
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mulherio
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
feminin
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
žena
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
žena
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жіночий, жіночний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kobiecy, samica, żeński

Σχετικές λέξεις

θηλυκός δημήτρης, θηλυκός τσατσένκο, θηλυκός μονομάχος, θηλυκός ιαβέρης, θηλυκός σκύλος, θηλυκός γάιδαρος, θηλυκός αχινός, θηλυκός αετός