lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πυρετώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aguish, febrile, feverish, frantic, hectic, pyretic
πυρετώδης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
horečnatý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fieberhaft, hektisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
febril, febrilsk, hektisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
febril
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délirant, fiévreux, fébrile
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
febbrile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feberaktig, febril, febrilsk, hektisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лихорадочный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
febril, febrils, hektisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гарачкавы, ліхаманкавы, трасцавы
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
mozgalmas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
febril
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gorączkowy