lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρίζα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cock, radix, root, spice
ρίζα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kořen, odmocnina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wurzel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
rod, rot
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
raigón, raíz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
racine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
radice
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rot, rotfrukt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корень
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rot, rotfrukt
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrënjë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корен
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
корань
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juuri, tyvi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyökér
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
šaknis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raiou, raiz
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
korzeń

Σχετικές λέξεις

ρίζα 2, ρίζα τεύτλων, ρίζα στο excel, ρίζα maca, ρίζα του ιεσσαί, ρίζα αγγελικής, ρίζα θησείο, ρίζα ελληνική, ρίζα υδροξυλίου, ρίζα λέξεων