lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρυάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bourn, brook, creek, current, effluvium, flood, flow, flush, flux, gush, jet, outpouring, pipe, pipeline, rivulet, spurt, stream, torrent, volley, watercourse
ρυάκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bystřina, potok, potůček, proud, příliv, příval, tok, tryska, vytrysknutí, výron
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bach, strahl, strom
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bæk, elv, flod, stråle, strøm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arroyo, chorro, corriente, flujo, raudal, riachuelo, torrente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avalaison, flux, gave, jet, ravine, ruisseau, torrent, veine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aviogetto, flusso, profluvio, ruscello, torrente, zampillo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekk, elv, flod, renne, stråle, strøm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поток, ручей, струя
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bäck, stråle, ström
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поток, ручей
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
плынь, ручай, ручаіна, струмень, цурок
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hoovus, jõgi, oja, veejuga, vool
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joki, puro
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bujica, potok
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csermely, patak, áradat, áramlás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
srautas, srovė, upelis, upokšnis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alude, caudal, corrente, curso, riacho, ribeiro, torrente
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бухта, водоспад, відплив, зашарітися, лавина, межа, повінь, подув, потік, почервоніти, приплив, протяг, реактивний, ринути, ріка, річка, річковий, струмок, струмінь, хлинути, червоніти, шаріти, шарітися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
potok, strumień

Σχετικές λέξεις

ρυάκι συνώνυμα, ρυάκι σου, ρυάκι αγγλικά, ρυάκι στα αγγλικά, τεχνητό ρυάκι