lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακρωτηριάζω στα ρωσικά

Λέξη:
ακρωτηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
ампутировать, отрезать, отсечь, отхватить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ακρωτηριάζω, ακρωτηριάζω συνώνυμο, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω στα ρωσικά, ампутировать στα ελληνικά
ακρωτηριάζω στα ρωσικά