lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακρωτηριάζω στα τσεχική

Λέξη:
ακρωτηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (5):
amputovat, odejmout, odříznout, stříhat, ušmiknout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ακρωτηριάζω, ακρωτηριάζω συνώνυμο, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω στα τσεχική, amputovat στα ελληνικά
ακρωτηριάζω στα τσεχική