lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποσπώ στα ρωσικά

Λέξη:
αποσπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
отодрать, оторвать, отрывать, отдирать, вытягивать, извлекать, простирать, протягивать, тянуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποσπώ, αποσπώ την προσοχή, αποσπώ συνώνυμα, αποσπώ στα αγγλικά, αποσπώ σημαίνει, αποσπώ αγγλικα, αποσπώ στα ρωσικά, отодрать στα ελληνικά
αποσπώ στα ρωσικά