lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σηκώνω στα δανική

Λέξη:
σηκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
avle, bære, forhøje, have, heise, hisse, hæve, lette, løfte, opgang, resat, stige
Σχετικές λέξεις:
δανική σηκώνω, σηκώνω ύψωμα, σηκώνω το γάντι, σηκώνω τα χέρια ψηλά, σηκώνω συνώνυμα, σηκώνω παντιέρα, σηκώνω στα δανική, avle στα ελληνικά
σηκώνω στα δανική