αυτόνομος στα αγγλικά αυτόνομος στα τσεχική αυτόνομος στα γερμανικά αυτόνομος στα ισπανικά αυτόνομος στα γαλλικά αυτόνομος στα ιταλικά αυτόνομος στα λευκορωσίας αυτόνομος στα φινλανδικά αυτόνομος στα ουγγρική αυτόνομος στα πορτογαλικά αυτόνομος στα ουκρανικά αυτόνομος στα πολωνική
περιορίζω στα ισπανικά καθορίζω στα ισπανικά βοηθός στα ουγγρική χαλινάρι στα ρωσικά βολβός στα ισπανικά
χαλινάρι ετυμολογία καθορίζω ετυμολογία περιορίζω συνώνυμα βολβός του ματιού βοηθός οδοντικής τεχνολογίας