lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορίζω στα ισπανικά

Λέξη:
περιορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (21):
abreviar, abstenerse, acotar, coartar, cohibir, delimitar, detenerse, estrechar, frenar, inhibir, limitar, limitarse, mitigar, parar, pararse, reducir, refrenar, reportar, reprimir, restringir, retener
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά περιορίζω, περιοριζω συνώνυμο, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω στα ισπανικά, abreviar στα ελληνικά
περιορίζω στα ισπανικά