lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα ουγγρική

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
asszisztens, varázsló, cinkostárs, tartozékos, adjunktus, segéd, helyettes
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα ουγγρική, asszisztens στα ελληνικά
βοηθός στα ουγγρική