lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέσμευση στα ρωσικά

Λέξη:
δέσμευση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
обязательство, залог, обязанность
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δέσμευση, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση του co2, δέσμευση συνώνυμο, δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση καταθέσεων, δέσμευση στα ρωσικά, обязательство στα ελληνικά
δέσμευση στα ρωσικά