lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβόλιο στα ρωσικά

Λέξη:
εμβόλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
вакцина, прививка, сыворотка
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εμβόλιο, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο μηνιγγιτιδόκοκκου, εμβόλιο μαντού, εμβόλιο λύσσας, εμβόλιο ηπατίτιδας β, εμβόλιο στα ρωσικά, вакцина στα ελληνικά
εμβόλιο στα ρωσικά