lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εμβόλιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
graft, jab, vaccine
εμβόλιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vakcína
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
impfstoff
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
vaccine
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
púa, vacuna
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autovaccin, vaccin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaccino
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaksine
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вакцина, прививка, сыворотка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaccin
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вакцына
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vaktsiin
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vakcina
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vakcína
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вакцина
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szczepionka

Σχετικές λέξεις

εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο hpv, εμβόλιο μαντού, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο ηπατίτιδας β, εμβόλιο για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, εμβόλιο μηνιγγιτιδόκοκκου, εμβόλιο mmr, εμβόλιο gardasil, εμβόλιο λύσσας