lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερμηνεύω στα ρωσικά

Λέξη:
ερμηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
интерпретировать, истолковывать, объяснять, переводить, растолковывать, истолковать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ερμηνεύω, ερμηνεύω συνώνυμα, ερμηνεύω συνωνυμο, ερμηνεύω στα αγγλικά, ερμηνεύω λεξικό, ερμηνεύω αρχικοί χρόνοι, ερμηνεύω στα ρωσικά, интерпретировать στα ελληνικά
ερμηνεύω στα ρωσικά