lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερμηνεύω στα τσεχική

Λέξη:
ερμηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
interpretovat, omlouvat, omluva, omluvit, překládat, přeložit, přetlumočit, tlumočit, vykládat, vyložit, vysvětlit, vysvětlovat, výmluva
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ερμηνεύω, ερμηνεύω συνώνυμα, ερμηνεύω συνωνυμο, ερμηνεύω στα αγγλικά, ερμηνεύω λεξικό, ερμηνεύω αρχικοί χρόνοι, ερμηνεύω στα τσεχική, interpretovat στα ελληνικά
ερμηνεύω στα τσεχική