lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μετρώ στα ρωσικά

Λέξη:
μετρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (22):
высчитать, высчитывать, вычислять, вычитать, думать, измерять, исчислить, исчислять, мерить, насчитывать, отсчитывать, перечислять, подсчитать, подсчитывать, полагать, рассчитать, рассчитывать, сосчитать, считать, учесть, учитывать, числить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μετρώ, μετρώ το μήκος, μετρώ το βάρος δ δημοτικού, μετρώ το βάρος, μετρώ την επιφάνεια βρίσκω το εμβαδόν, μετρώ τα κύματα, μετρώ στα ρωσικά, высчитать στα ελληνικά
μετρώ στα ρωσικά