lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μετρώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
μετρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
абмерваць, абмяраць, вымерваць, вымяраць, мераць, вылічаць, вылічваць, падлічваць, пералічаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μετρώ, μετρώ το μήκος, μετρώ το βάρος δ δημοτικού, μετρώ το βάρος, μετρώ την επιφάνεια βρίσκω το εμβαδόν, μετρώ τα κύματα, μετρώ στα λευκορωσίας, абмерваць στα ελληνικά
μετρώ στα λευκορωσίας