lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μετρώ στα πολωνική

Λέξη:
μετρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
liczyć, mierzyć, obliczać, obliczyć, odliczać, rachować, uważać, wyliczać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μετρώ, μετρώ το μήκος, μετρώ το βάρος δ δημοτικού, μετρώ το βάρος, μετρώ την επιφάνεια βρίσκω το εμβαδόν, μετρώ τα κύματα, μετρώ στα πολωνική, liczyć στα ελληνικά
μετρώ στα πολωνική