lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παραβάλλω στα ρωσικά

Λέξη:
παραβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
сличить, сравнивать, сравнить, сличать, соизмерить, сопоставить, составить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά παραβάλλω, προβαλλω λεξικο, παραβάλλω κλίση, παραβάλλω στα ρωσικά, сличить στα ελληνικά
παραβάλλω στα ρωσικά