lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακολουθώ στα γερμανικά

Λέξη:
ακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (19):
abgehen, ausscheiden, draufgehen, eintreten, erfolgen, folgen, gefolgt, gehen, hingehen, kommen, laufen, mitkommen, nachgehen, nachkommen, spähen, treten, verfolgen, weggehen, ziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ακολουθώ, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ συνώνυμο, ακολουθώ συνώνυμα, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ στα γερμανικά, abgehen στα ελληνικά
ακολουθώ στα γερμανικά