lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποκύπτω στα ρωσικά

Λέξη:
υποκύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
изнемогать, покорять, сдавать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά υποκύπτω, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω ετυμολογια, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω στα ρωσικά, изнемогать στα ελληνικά
υποκύπτω στα ρωσικά