lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σκανδαλώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
indecent, outrageous, scandalous, shameful, shocking
σκανδαλώδης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hanebný, skandální
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstößig, haarsträubend, skandalös
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skandaløs
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escandaloso, incalificable
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inqualifiable, scandaleux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indignante, scandaloso, scellerato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skandaløs
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скандален, скандальный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skandalös
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
скандальны
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
botrányos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escandaloso
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ганебний, жорстокий, несамовитий, образливий, обурливий, скандальний, шалений
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
skandaliczny