lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτονομία στα σουηδικά

Λέξη:
αυτονομία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
autonomi, självstyre, oberoende
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αυτονομία, αυτονομία της βορείου ηπείρου, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ με την προσαρμογή ηλεκτρικής αντίστασης, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία στα σουηδικά, autonomi στα ελληνικά
αυτονομία στα σουηδικά