lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτονομία στα γερμανικά

Λέξη:
αυτονομία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
autonomie, eigenständigkeit, selbständigkeit, selbstverteidigung, freiheit, selbstständigkeit, unabhängigkeit, selbstverwaltung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αυτονομία, αυτονομία της βορείου ηπείρου, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ με την προσαρμογή ηλεκτρικής αντίστασης, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία στα γερμανικά, autonomie στα ελληνικά
αυτονομία στα γερμανικά