lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτονομία στα πολωνική

Λέξη:
αυτονομία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
autonomia, niezależność, samorząd
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αυτονομία, αυτονομία της βορείου ηπείρου, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ με την προσαρμογή ηλεκτρικής αντίστασης, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία στα πολωνική, autonomia στα ελληνικά
αυτονομία στα πολωνική