lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτονομία στα ιταλικά

Λέξη:
αυτονομία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
autonomia, indipendenza, libertà
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αυτονομία, αυτονομία της βορείου ηπείρου, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ με την προσαρμογή ηλεκτρικής αντίστασης, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία στα ιταλικά, autonomia στα ελληνικά
αυτονομία στα ιταλικά