lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύσκολος στα σουηδικά

Λέξη:
δύσκολος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
arbetsam, besvärlig, dryg, grav, kinkig, klumpig, mödosam, prövande, svår, svårt, tung, vansklig, åbäkig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δύσκολος, δύσκολοσ στόχοσ, δύσκολος τοκετός, δύσκολος συνώνυμα, δύσκολος μενάνδρου, δύσκολος μένανδρος, δύσκολος στα σουηδικά, arbetsam στα ελληνικά
δύσκολος στα σουηδικά