lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύσκολος στα πορτογαλικά

Λέξη:
δύσκολος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
apurado, complicado, dificultoso, difícil, duro, grave, oneroso, penoso, pesado, rigoroso, severo, torpe, trabalhoso, árduo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δύσκολος, δύσκολοσ στόχοσ, δύσκολος τοκετός, δύσκολος συνώνυμα, δύσκολος μενάνδρου, δύσκολος μένανδρος, δύσκολος στα πορτογαλικά, apurado στα ελληνικά
δύσκολος στα πορτογαλικά