lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύσκολος στα ουκρανικά

Λέξη:
δύσκολος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (31):
важкий, витончений, вишуканий, вузлуватий, гострий, делікатний, колючий, крихкий, ламкий, масивний, міцний, напружений, недотепний, незграбний, неприємний, нерівний, образливий, працюється, різкий, сильний, складний, скрутний, слабкий, спроба, суворий, трудний, турботний, тяжкий, шерехатий, шершавий, шорсткий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δύσκολος, δύσκολοσ στόχοσ, δύσκολος τοκετός, δύσκολος συνώνυμα, δύσκολος μενάνδρου, δύσκολος μένανδρος, δύσκολος στα ουκρανικά, важкий στα ελληνικά
δύσκολος στα ουκρανικά