κατακυρώνω στα αγγλικά κατακυρώνω στα τσεχική κατακυρώνω στα γερμανικά κατακυρώνω στα δανική κατακυρώνω στα ισπανικά κατακυρώνω στα γαλλικά κατακυρώνω στα νορβηγικά κατακυρώνω στα ρωσικά κατακυρώνω στα πορτογαλικά κατακυρώνω στα πολωνική
συλλαμβάνω στα ιταλικά αναφέρω στα ρουμανική φορτηγό στα τσεχική συμπύκνωση στα ρωσικά διάκονος στα τσεχική
αναφέρω βικιλεξικο συμπύκνωση σκυροδέματος διάκονος που φορούσε γυναικεία ρούχα φορτηγό μαλαμας συλλαμβάνω conjugation